ιντερβιού

ιντερβιού
το
1. δημοσιογραφική συνέντευξη
2. συνάντηση και συζήτηση με επίσημο ή ανώτερο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interview. Για την ξένη λ. interview στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται η λ. συνέντευξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίντερβιου — το άκλ. (λ. αγγλ.) 1. δημοσιογραφική συνέντευξη. 2. γενικά συνάντηση με κάποιο πρόσωπο και συζήτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”